- ηρίον
- ἠρίον, το (Α)τάφος, τύμβος, μνημείο («ἔνθ' ἄρ' Άχιλλευς φράσσοιτο Πατρόκλῳ μέγα ἠρίον», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *ηρός + -ιον (πρβλ. κηρίον < κηρός). Η συσχέτιση της λ. από τους αρχαίους με τη λ. έρα «γη» δεν είναι δυνατή, διότι στη φράση της Ιλιάδος μέγα ηρίον απαιτείται αρχικό F- (*Fηρίον). Έτσι, λοιπόν, η λ. ανάγεται σε ΙE *wer- «καλύπτω-προφυλάσσω» και συνδέεται με αρχ. νορβ. vor, ver «λόφος, σωρός από πέτρες ή άμμο» και πιθ. με γοτθ. warjan (γερμ. wehren) «προστατεύω, υπερασπίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.